Παθολόγος-Λοιμωξιολόγος, Β΄ Παθολογική Κλινική Ερρίκος Ντυνάν
Σε αντίθεση με τις αναπτυσσόμενες χώρες όπου κυριαρχούν οι βακτηριακές λοιμώξεις (σαλμονελλώσεις, σιγκελλώσεις, χολέρα), άνω του 70% των κρουσμάτων λοιμώδους διάρροιας στο Δυτικό κόσμο οφείλονται στις ιογενείς γαστρεντερίτιδες από Νοροϊό, Ροταϊό, Εντεροϊούς, Αστροϊό και λιγότερο συχνά άλλους ιούς.
Ο Νοροϊός (Norovirus) έλκει το όνομά του από την πόλη Norwalk του Ohio των ΗΠΑ, όπου το 1968 καταγράφηκε η πρώτη επιδημική έξαρση σε σχολείο. Λόγω της εποχικής εκδήλωσης κυρίως κατά τους χειμερινούς μήνες και των εμέτων ως προεξάρχον σύμπτωμα, η λοίμωξη αρχικά ονομάστηκε «νόσος χειμερινής έμεσης» (winter vomiting disease). Σταδιακά καθιερώθηκε ως κύρια αιτία γαστρεντερίτιδας, τόσο στα παιδιά όσο και στους ενήλικες. Στις ΗΠΑ πλέον καταγράφονται ετησίως 20 εκατομμύρια κρούσματα, με 400,000 προσελεύσεις στα τμήματα επειγόντων περιστατικών, 60,000 νοσηλείες και 570-800 θανάτους. Η υψηλή μεταδοτικότητα που χαρακτηρίζει το Νοροϊό, ευνοεί τις επιδημικές εξάρσεις σε κλειστούς χώρους (κρουαζιερόπλοια, δομές παροχής φροντίδας, νοσοκομεία, σωφρονιστικά ιδρύματα, βρεφονηπιακοί σταθμοί, αθλητικές εγκαταστάσεις, στρατώνες).
Ο τρόπος μετάδοσης του Νοροϊού είναι η κοπρανοστοματική οδός, αλλά και τα αεροσταγονίδια που δημιουργούνται με τα εμέσματα. Είναι ανθεκτικός στις συνθήκες του περιβάλλοντος, επιβιώνει σε άψυχες επιφάνειες και σε ακραίες θερμοκρασίες, αντέχει ακόμα και στη χλωρίωση και τη χρήση αλκοολούχων απολυμαντικών. Αυτά, σε συνδυασμό με το μικρό ιικό φορτίο που απαιτείται για τη μετάδοση (10-100 ιικά σωματίδια), προάγουν την ταχεία διασπορά με τη διαπροσωπική επαφή και την επαφή με μολυσμένα αντικείμενα-επιφάνειες, προκαλώντας ενδοοικογενειακές συρροές κρουσμάτων και επιδημικές εξάρσεις. Ο συγχρωτισμός, άλλωστε, που λαμβάνει χώρα το χειμώνα, είναι καθοριστικός για τον εποχικό χαρακτήρα του Νοροϊού. Έτσι, όποτε αυτός εμφανίζεται «εκτός εποχής», θα πρέπει να εγείρεται η υπόνοια τροφιμογενούς, ή υδατογενούς διασποράς (πχ εισροή λυμάτων στο δίκτυο ύδρευσης, μολυσμένοι εργαζόμενοι σε χώρους εστίασης).
Η νόσηση είναι συνήθως ήπιας βαρύτητας και αυτοπεριοριζόμενη. Ο χρόνος που μεσολαβεί από τη μόλυνση μέχρι την εκδήλωση συμπτωμάτων είναι 12-72 ώρες. Τα συμπτώματα εισβάλλουν αιφνίδια, με έμετο, κοιλιακές κράμπες και κακουχία διάρκειας 1-3 ημερών. Εφόσον εκδηλωθεί διάρροια, οι κενώσεις είναι υδαρείς, χωρίς πρόσμιξη αίματος, ή βλέννης. Μετά την αποδρομή των συμπτωμάτων εξακολουθεί η διασπορά του ιού στο περιβάλλον, φθίνοντας κατά τις επόμενες 4-6 εβδομάδες. Συνεπώς πρέπει να αποφεύγεται η επαφή με άτομα που ανήκουν σε ευπαθείς ομάδες (βρέφη, ηλικιωμένοι, ανοσοκατεσταλμένοι) κατά τις πρώτες 2-4 ημέρες της ανάρρωσης, όταν δηλαδή ο ιός αποβάλλεται ακόμη σε ικανές ποσότητες. Σημειωτέον ότι οι επαναλοιμώξεις είναι συχνές, εν μέρει λόγω της γενετικής ποικιλομορφίας του Νοροϊού και της κυκλοφορίας νέων στελεχών.
Όσοι ανήκουν σε ευπαθείς ομάδες μπορεί να εκδηλώσουν βαρύτερη λοίμωξη με πυρετό, ρίγη, αφυδάτωση, υπόταση ή/και ανεπάρκεια οργάνων. Ιδιαίτερα επί ανοσοκαταστολής ο ιός δύναται να προκαλέσει διάρροια διάρκειας μηνών με δυσμενείς συνέπειες.
Όπως ισχύει για την πλειονότητα των ιογενών λοιμώξεων, δεν υπάρχει ειδική θεραπεία, ούτε ενδείκνυται η χορήγηση αντιβιοτικών, αλλά ενδεχομένως να χρειαστεί νοσηλεία προς αποκατάσταση του ισοζυγίου υγρών-ηλεκτρολυτών.
Σημαντική, ιδιαίτερα σε περιόδους έξαρσης, είναι η πρόληψη, που περιλαμβάνει: α) προσωπική υγιεινή (συχνό πλύσιμο των χεριών με σαπούνι και νερό, αποφυγή χρήσης σκευών και προσωπικών αντικειμένων από κοινού με άλλα άτομα) β) επισιτιστική υγιεινή (αποφυγή κατανάλωσης ωμών οστρακοειδών, καλό πλύσιμο λαχανικών, χορταρικών, φρούτων και όλων των τροφίμων προ του μαγειρέματος, κατανάλωση νερού γνωστής προέλευσης) και γ) υγιεινή του περιβάλλοντος (καθαρισμός επιφανειών και σκευών προετοιμασίας τροφίμων, χρήση οικιακής χλωρίνης σε κουζίνα και τουαλέτα, καθάρισμα μολυσμένων με εμέσματα/κόπρανα υφασμάτων και επιφανειών).