Πνευμονολόγος – Φυματιολόγος, Διευθυντής Γ' Πνευμονολογικής Κλινικής
Η έκθεση σε μηχανική ροή αέρα κατά τη διάρκεια του ύπνου αποτελεί συνήθη πρακτική κατά τους θερινούς μήνες. Ωστόσο, τόσο οι ανεμιστήρες όσο και τα συστήματα κλιματισμού μπορεί να έχουν σημαντικές επιδράσεις στη λειτουργία του αναπνευστικού συστήματος – θετικές αλλά και επιβαρυντικές, ιδίως σε άτομα με πνευμονολογικά νοσήματα.
Από τη μία πλευρά, η παρατεταμένη έκθεση σε ξηρό ή ψυχρό αέρα προκαλεί αφυδάτωση των βλεννογόνων, μειώνοντας την αποδοτικότητα του βλεννοκροσσωτού μηχανισμού, που αποτελεί βασική αμυντική γραμμή του αναπνευστικού. Η ξηρότητα προδιαθέτει σε ρινοφαρυγγικές και βρογχικές φλεγμονές, ευνοεί την ανάπτυξη βήχα και οδηγεί σε μικροβιακή αποίκιση. Μελέτες έχουν δείξει ότι η έκθεση σε ψυχρό αέρα μπορεί να προκαλέσει βρογχόσπασμο σε ασθενείς με άσθμα ή ΧΑΠ (Koskela et al., 1996).
Επιπλέον, οι ανεμιστήρες, αν και δεν ψύχουν τον αέρα, προκαλούν διαρκή κυκλοφορία σωματιδίων, σκόνης, γύρης και μυκήτων, επιβαρύνοντας το αναπνευστικό περιβάλλον. Σε ασθενείς με υπεραντιδραστικότητα των αεραγωγών (όπως στο αλλεργικό άσθμα), η χρήση ανεμιστήρα χωρίς φίλτρα συγκράτησης μικροσωματιδίων μπορεί να επιδεινώσει τα συμπτώματα τη νύχτα, όπου η πνευμονική λειτουργία βρίσκεται φυσιολογικά σε χαμηλότερα επίπεδα.
Σημαντικό επίσης είναι το θέμα της κακής συντήρησης των συσκευών air condition, η οποία έχει συσχετιστεί με επιμολύνσεις, ιδίως από Legionella spp., αλλά και με αύξηση των εσωτερικών αερίων ρύπων. Η GOLD (Global Initiative for Chronic Obstructive Lung Disease) επισημαίνει ότι η έκθεση σε περιβαλλοντικούς ρύπους αποτελεί βασικό επιβαρυντικό παράγοντα για ασθενείς με ΧΑΠ, οδηγώντας σε παροξύνσεις και ανάγκη φαρμακευτικής παρέμβασης.
Από την άλλη πλευρά, ο έλεγχος της θερμοκρασίας του περιβάλλοντος είναι ζωτικής σημασίας για ασθενείς με καρδιοαναπνευστικά νοσήματα. Η θερμική καταπόνηση επιβαρύνει την αναπνευστική λειτουργία και αυξάνει τις ανάγκες οξυγόνου. Σύμφωνα με μελέτες, η χρήση air condition σε περιόδους καύσωνα μειώνει τη συχνότητα παροξύνσεων και ανακουφίζει από τη δύσπνοια (Basu & Samet, 2009). Επιπλέον, η ελεγχόμενη μείωση της υγρασίας περιορίζει την ανάπτυξη μούχλας, η οποία αποτελεί σημαντικό αλλεργιογόνο.
Η σωστή χρήση και συντήρηση των συστημάτων αυτών είναι το κλειδί. Η θερμοκρασία θα πρέπει να ρυθμίζεται άνω των 26°C, η ροή του αέρα να μην κατευθύνεται απευθείας προς τον ύπνοντα και τα φίλτρα να καθαρίζονται τακτικά. Η χρήση υγραντήρα σε περιβάλλοντα με πολύ ξηρό αέρα μπορεί να είναι ωφέλιμη. Σε ευαίσθητους ασθενείς, η χρήση καθαριστών αέρα (HEPA filters) μπορεί να μειώσει σημαντικά τα ερεθιστικά σωματίδια.
Συμπερασματικά, ενώ η ανεξέλεγκτη χρήση ανεμιστήρα ή air condition ενέχει πνευμονολογικούς κινδύνους, η σωστή ρύθμιση, συντήρηση και παρακολούθηση των περιβαλλοντικών παραμέτρων μετατρέπει αυτά τα μέσα σε εργαλεία υποστήριξης της αναπνευστικής ευεξίας κατά τους θερμούς μήνες.
Βιβλιογραφία:
Koskela HO, Tukiainen HO. Bronchoconstriction due to cold air challenge in patientswith asthma. Chest. 1996;110(3):632-636.
GOLD. Global Initiative for Chronic Obstructive Lung Disease – 2024 Report.https://goldcopd.org
Basu R, Samet JM. Relation between elevated ambient temperature and mortality: Areview of the epidemiologic evidence. Epidemiol Rev. 2009;31(1):53–70.